- διαχρύσους
- διαχρύ̱σους , διάχρυσοςinterwoven with goldmasc/fem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
STAMEN — Graecis ςτήμων, quasi Statumen, in tela quid dicatur, notum. Hoc cum telam intenderent, dicebant Attici προφορεῖςθαι, Hesiodus in ἔργ. v. 777. προβάλλεςθαι, coeteri Graeci proprie διάζεςθαι, quod ordiri Latini appellavêre. Quo spectat illud… … Hofmann J. Lexicon universale
εφαπτίς — ἐφαπτίς, ίδος, ἡ (Α) [εφάπτομαι] 1. στρατιωτικός επενδύτης, χλαίνη, μανδύας, πανωφόρι («πάντες οἱ προειρημένοι εἶχον πορφυρᾱς ἐφαπτίδας, πολλοὶ δὲ διαχρύσους», Πολ.) 2. μανδύας τής απεικόνισης τού αστερισμού τού Τοξότη 3. εβραϊκό ιερατικό ένδυμα… … Dictionary of Greek